Ετικέτες

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Βαρηκοΐα αγωγιμότητας: αίτια και αντιμετώπιση

Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας οφείλεται σε βλάβη, που εντοπίζεται στον έξω ακουστικό πόρο ή στο μέσον ους και στα στοιχεία που βρίσκονται εντός αυτού, ώστε ο ήχος δεν ενισχύεται, αλλά εμποδίζεται να μεταδοθεί στον κοχλία.
Η διάγνωση γίνεται με πολλούς τρόπους. Αρχικά με τονοδότες. Η δοκιμασία Weber δείχνει τον ήχο να πλαγιάζει στην πάσχουσα πλευρά, ενώ η δοκιμασία Rinne είναι αρνητική, αν η βαρηκοΐα είναι >20 dB (η ακοή είναι καλύτερη, όταν ο τονοδότης εφάπτεται στη μαστοειδή απόφυση). Στο τονικό ακοόγραμμα υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ουδών αέρινης και οστεΐνης αγωγής. Βαρηκοΐα τύπου αγωγής μεγαλύτερη από 50 dB, θεωρείται ότι οφείλεται σε διακοπή της συνεχείας των ακουστικών οσταρίων. Με το τυμπανόγραμμα διερευνάται αν η τυμπανική μεμβράνη παρουσιάζει κινητικότητα ή όχι.
Η συχνότερη αιτία βαρηκοΐας αγωγιμότητας στους ενήλικες είναι το βύσμα κυψέλης και στα παιδιά η μέση ωτίτιδα με υγρό. Σε κάθε περίπτωση, πλήθος αιτιών υπάρχουν, άλλες συχνές και άλλες σπάνιες, οι οποίες θα αναφερθούν εν συντομία.
Συγγενής ατρησία του έξω ακουστικού πόρου
Μόνη ή συνυπάρχουσα με άλλες ανωμαλίες, όπως η υποπλασία ή η απλασία του πτερυγίου, η ανωμαλία της κάτω γνάθου κ.ά. Χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται στην αμφίπλευρη ατρησία και, υπό προϋποθέσεις, στη μονόπλευρη.
• Βύσμα κυψέληςΗ συχνότερη αιτία βαρηκοΐας αγωγιμότητας στους ενήλικες.
• Χολοστεάτωμα του έξω ακουστικού πόρου
Είναι σπάνιο και άγνωστης αιτιολογίας. Θεραπευτικά απαιτείται η χειρουργική αφαίρεση της μάζας από τον έξω ακουστικό πόρο.
• ΈγκαυμαΗ αντιμετώπισή του εξαρτάται από το βαθμό του.
• ΑδένωμαΣχηματίζεται συνήθως είτε από τους σμηγματογόνους είτε από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Χρήζει χειρουργικής αφαίρεσης.
• Αιμαγγείωμα και λεμφαγγείωμα
Με τριχοειδή ή σηραγγώδη μορφή ποικίλου μεγέθους απαιτεί θεραπευτική αντιμετώπιση.
• Εξόστωση, οστέωμα και χόνδρωμαΚαλοήθεις όγκοι, οι οποίοι και εξαιρούνται χειρουργικά.
• Κακοήθεις όγκοι
Οι συνηθέστεροι που αναπτύσσονται στον έξω ακουστικό πόρο είναι το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και το αδενοκαρκίνωμα. Άλλοι μεσεγχυματικοί κακοήθεις όγκοι, όπως το ινοσάρκωμα, το ραβδομυοσάρκωμα κ.λπ., είναι πολύ σπάνιοι. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση συνίσταται στην ευρεία χειρουργική αφαίρεση και στη μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία, ενώ η πρόγνωση εξαρτάται από την έκταση του όγκου και κυρίως από την σταδιοποίηση.
• Ξένο σώμα
Πλήθος ξένων σωμάτων μπορεί να εισαχθούν στον έξω ακουστικό πόρο, είτε εσκεμμένως είτε από ατύχημα. Είναι συχνότερα στα παιδιά. Θα πρέπει να αφαιρούνται ανάλογα με τη φύση τους, με την επικινδυνότητά τους και τις συνοδές βλάβες που μπορούν να προκαλέσουν (π.χ. έγκαυμα, εξωτερική ωτίτιδα, διάτρηση τυμπανικής μεμβράνης κτλ).
• Τραύμα
Μπορεί να συμβεί από διάφορα αντικείμενα που εισάγονται στον έξω ακουστικό πόρο, σε κάκωση της κάτω γνάθου ή σε κάταγμα του κροταφικού οστού. Προκαλεί έντονο πόνο και αιμορραγία και η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτιολογία του τραυματισμού.
• Οξεία εξωτερική ωτίτιδαΕίναι η φλεγμονή του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου, η οποία προκαλείται από πολλά παθογόνα μικρόβια (π.χ. ψευδομονάδα, σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος κ.ά.) κυρίως όταν ο καιρός είναι θερμός και υγρός. Η θεραπεία είναι ο επιμελής καθαρισμός των εκκριμάτων του έξω ακουστικού πόρου και ταυτόχρονα η ενστάλαξη ωτικών αντισηπτικών σταγόνων, ενώ μπορούν να χορηγηθούν και αναλγητικά για τον πόνο.
• ΩτομύκωσηΕίναι η φλεγμονή που προκαλείται από παθογόνους μύκητες, όπως o Aspergillus niger ή fumigatus, το Penicillium και η Candida albicans. Απαιτούνται τοπική αντιμυκητισιακή θεραπεία και επιμελής καθαρισμός του έξω ακουστικού πόρου.
 Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδαΑφορά στη φλεγμονή που δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς με τη συνηθισμένη θεραπεία, προκαλεί οστεομυελίτιδα του τυμπανικού δακτυλίου που επεκτείνεται στη βάση του κρανίου και στο λιθοειδές του κροταφικού οστού. Παρατηρείται συνηθέστερα σε ανοσοκατέσταλμένους αρρώστους, όπως οι πάσχοντες από AIDS ή από κακοήθη νοσήματα, καθώς και σε ηλικιωμένους διαβητικούς. Το συνηθέστερο παθογόνο μικρόβιο είναι η Pseudomonas aeruginosa. Κατά την έναρξη της νόσου, ο ασθενής θα πρέπει να εισαχθεί στο νοσοκομείο για ενδοφλέβια χορήγηση ισχυρών αντιβιοτικών. Έπειτα θα ακολουθήσει αντιβίωση μακράς διαρκείας (2-4 μήνες). Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί και χειρουργική αντιμετώπιση (μαστοειδεκτομή και τυμπανοπλαστική).
• Διάτρηση τυμπανικής μεμβράνηςΕκδηλώνεται με υποτροπιάζουσες φλεγμονές του μέσου ωτός, ωτόρροια και ενίοτε με πόνο. Η διάγνωση γίνεται με την ωτοσκόπηση. Οι περισσότερες διατρήσεις επουλώνονται αυτομάτως. Όσες παραμένουν, διορθώνονται χειρουργικά με τυμπανοπλαστική. Ο τύπος της τυμπανοπλαστικής τεχνικής που θα εφαρμοστεί από τον έμπειρο χειρουργό, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της διάτρησης και την κατάσταση των ακουστικών οσταρίων του μέσου ωτός που μεταφέρουν το ηχητικό κύμα. Αυτή στοχεύει να καταστήσει το αφτί στεγνό, να αποτρέψει την υποτροπή της φλεγμονής και να μειώσει την ακουστική αναπηρία. Η αντιμικροβιακή τοπική θεραπεία είναι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης της χρόνιας μέσης ωτίτιδας. Χρειάζεται επιμελής καθαρισμός και απομάκρυνση των εκκρίσεων από τον έξω ακουστικό πόρο, ώστε το τοπικό φάρμακο να εισέλθει στην τυμπανική κοιλότητα σε επαρκή ποσότητα. Η από του στόματος χορήγηση αντιβιοτικών έχει ελάχιστη αξία. Το θεραπευτικό σχήμα θα πρέπει να καλύπτει την ψευδομονάδα και να διαρκέσει 3-4 εβδομάδες. Η χειρουργική επέμβαση συνίσταται στην κάλυψη του ελλείμματος της τυμπανικής μεμβράνης συνήθως με περιτονία, η οποία λαμβάνεται από τον κροταφίτη μυ (μυριγγοπλαστική) και στην αποκατάσταση της βλάβης των ακουστικών οσταρίων, είτε με τη χρησιμοποίηση των υπολειμμάτων των οσταρίων είτε άλλων προθέσεων. Υπάρχουν έξι τύποι τυμπανοπλαστικής:
- Τύπος Ι ή μυριγγοπλαστική. Αποκαθίσταται η τυμπανική μεμβράνη, ενώ η άλυσος των ακουστικών οσταρίων είναι κινητή και ακεραία. Αυτό μπορεί να γίνει με ενδοωτιαία ή με οπισθοωτιαία προσπέλαση. Το μόσχευμα μπορεί να τοποθετηθεί είτε στην έξω επιφάνεια της τυμπανικής μεμβράνης (overlay graft) είτε στην έσω επιφάνειά της (underlay graft) είτε συνδυαστικά. Η συνολική επιτυχία της μυριγγοπλαστικής ανέρχεται στο 85%. Στις επιπλοκές περιλαμβάνονται η αποτυχία (15%), ο τραυματισμός των οσταρίων, του προσωπικού νεύρου ή του έσω ωτός.
-Τύπος ΙΙ. Λείπει η λαβή της σφύρας. Η τυμπανική μεμβράνη αποκαθίσταται με την τοποθέτηση του μοσχεύματος επί του υπολοίπου της σφύρας και της μακράς αποφύσεως του άκμονα.
- Τύπος ΙΙΙ. Η σφύρα και ο άκμονας έχουν αφαιρεθεί ή έχουν καταστραφεί από τη νόσο. Το μόσχευμα τοποθετείται επί της κεφαλής του αναβολέα.
- Τύπος ΙV. Υπάρχει μόνο η βάση του αναβολέα. Το μόσχευμα δεν καλύπτει τη βάση του αναβολέα, αλλά τοποθετείται στο ακρωτήριο, ώστε η στρογγυλή θυρίδα να βρίσκεται σε μια κοιλότητα που επικοινωνεί με την ευσταχιανή σάλπιγγα.
-Τύπος V. Η βάση του αναβολέα είναι καθηλωμένη. Γίνεται θυριδοποίηση του οριζοντίου ημικυκλίου σωλήνα.
- Τύπος VI. Η στρογγυλή θυρίδα μένει ακάλυπτη και το μόσχευμα τοποθετείται στο ακρωτήριο, ώστε να σχηματίζεται μια κοιλότητα με την ωοειδή θυρίδα.
• Οξεία μέση ωτίτιδα
Πολύ συχνή πάθηση στα παιδιά, λόγω της ύπαρξης των αδενοειδών εκβλαστήσεων και της ρινοκολπίτιδας. Αρκετά συχνά μπορεί να προκαλέσει και διάτρηση τυμπάνου, που είναι και η συχνότερη επιπλοκή της μέσης ωτίτιδας. Η θεραπεία εκλογής είναι τα αντιβιοτικά ευρέος  φάσματος.
• Εκκριτική ωτίτιδαΑπαντά κυρίως στα παιδιά. Συχνά ακολουθεί ένα επεισόδιο οξείας μέσης ωτίτιδας, καθώς το υγρό μπορεί να παραμείνει στην κοιλότητα του μέσου ωτός στο 50% των περιπτώσεων περισσότερο από ένα μήνα. Τελικά στο 10% των περιπτώσεων το υγρό παραμένει. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται παρακέντηση τυμπάνου για την αφαίρεση του υγρού με ή χωρίς τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού για ένα εξάμηνο. Η μονόπλευρη εκκριτική ωτίτιδα στους ενήλικες χρήζει περαιτέρω διερεύνησης με ενδοσκόπηση ρινός για τον αποκλεισμό απόφραξης της σύστοιχης ευσταχιανής από όγκο στον ρινοφάρυγγα (η εκκρητική ωτίτιδα παρουσιάζεται αναλυτικότερα στη συνέχεια του κεφαλαίου).
• ΑτελεκτασίαΑποτελεί επιπλοκή της εκκριτικής μέσης ωτίτιδας. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των οσταρίων. Η θεραπεία είναι χειρουργική. Η τοποθέτηση σωληνίσκου αερισμού μέσου ωτός μακράς διάρκειας μπορεί αρχικά να βοηθήσει. Σε προχωρημένες περιπτώσεις αφαιρείται η ασθενική τυμπανική μεμβράνη και αντικαθίσταται από μόσχευμα.
• Συγγενείς ανωμαλίες οσταρίων
Αφορά σε συγγενή έλλειψη ενός τμήματος ενός οσταρίου, έλλειψη ολόκληρου οσταρίου ή οσταρίων (σφύρα, άκμονας ή αναβολέας) και η οστέινη αγκύλωσή τους. Η θεραπεία εκλογής είναι η χειρουργική αποκατάσταση των οσταρίων, ενώ η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας αποτελεί μια εναλλακτική λύση.
• Διακοπή συνεχείας ακουστικής αλύσουΜπορεί να υπάρχει με την τυμπανική μεμβράνη ανέπαφη και οφείλεται σε σηπτική ή άσηπτη νέκρωση ή σε κάκωση των οσταρίων του μέσου ωτός. Η θεραπεία είναι χειρουργική και αποσκοπεί στη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα μεταφέρει τον ήχο από την τυμπανική μεμβράνη.
• Καλοήθεις όγκοι
Πλήθος καλοήθων όγκων μπορούν να εκδηλωθούν ως βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Οι συνηθέστεροι είναι: το νευρίνωμα του προσωπικού νεύρου, οι πολύποδες, το χημειοδέκτωμα ή παραγαγγλίωμα (Glomus Tympanicum Tumor). Η αντιμετώπιση είναι η χειρουργική εξαίρεσή τους.
• Νοσήματα που προκαλούν οστεολυτικές βλάβες
Αφορούν σε νοσήματα όπως το μυέλωμα, η νόσος Paget (παραμορφωτική οστείτις), η ατελής οστεογένεση (Osteogenesis imperfecta ή σύνδρομο van der Hoeve-de Kleyn), η οστεοπέτρωση (γνωστή ως οστεομαρμάρωση ή νόσος των Albers-Schonberg) κ.ά. Η θεραπεία είναι η χειρουργική αποκατάσταση της ακοής από τον χειρουργό ωτορινολαρυγγολόγο.
• Τυμπανοσκλήρυνση
Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό σκληρών πλακών στην τυμπανική μεμβράνη και πιθανώς στο μέσο αφτί. Οφείλεται στην ανώμαλη επούλωση του τυμπάνου έπειτα από τραυματισμό και από επανειλημμένες οξείες ή χρόνιες φλεγμονές. Εφόσον χρειαστεί, αντιμετωπίζεται χειρουργικά με τυμπανοπλαστική.
• ΩτοσκλήρυνσηΗ νόσος αρχίζει ως διαταραχή του μεταβολισμού του οστού και προσβάλλει τον οστέινο λαβύρινθο (ωτική κάψα). Προοδευτικά καθηλώνεται η βάση του αναβολέα και εγκαθίσταται βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Ο γενετικός παράγων ευθύνεται για την εκδήλωση της νόσου σε περισσότερα άτομα της ίδιας οικογένειας. Αν ο ένας από τους γονείς πάσχει από ωτοσκλήρυνση, οι πιθανότητες τα παιδιά του να την εμφανίσουν είναι περίπου 20%. Συνοδεύεται από εμβοές (σε ποσοστό >75%). Εκδηλώνεται συνήθως αμφίπλευρα, αλλά ασύμμετρα. Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η θεραπεία εκλογής που εφαρμόζεται από έμπειρο ωτορινολαρυγγολόγο. Αυτός θα επιλέξει την αναβολεκτομή ή την αναβολοτομή ανάλογα με την πείρα του. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ωτοσκληρυντικός αναβολέας αντικαθίσταται με πρόθεση στοχεύοντας στη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα μεταφέρει τον ήχο από την τυμπανική μεμβράνη στο έσω ους. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν μπορεί ή δεν θέλει να χειρουργηθεί μπορεί να δοκιμάσει Sodium Fluoride από του στόματος (χωρίς σίγουρα αποτελέσματα) ή και ακουστικά βαρηκοΐας.
• Χολοστεάτωμα
Το χολοστεάτωμα μπορεί να παρομοιαστεί με μια κύστη που περιβάλλεται από δέρμα. Αυτή αυξάνεται σε μέγεθος, εκκρίνει διάφορα ένζυμα και επεκτείνεται καταστρέφοντας τους γύρω ιστούς, όπως και τα οστάρια προκαλώντας βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Διακρίνεται σε συγγενές και επίκτητο. Το συγγενές είναι σπάνιο και συνιστά περίπου το 2% των χολοστεατωμάτων του κροταφικού οστού. Στο 3% των περιπτώσεων είναι αμφίπλευρο. Η συχνότητά του αυξάνεται μετά την ηλικία των 6 ετών. Το επίκτητο χολοστεάτωμα είναι σπανιότερο στη μεγάλη ηλικία. Οι επιπλοκές είναι πολλές και σοβαρές αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως. Πρόκειται για ενδοκροταφικές επιπλοκές (ίλιγγος, παράλυση προσωπικού κ.ά.) και ενδοκρανιακές (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλικό απόστημα κ.ά.). Η θεραπεία είναι χειρουργική. Όταν σχηματιστεί ένα χολοστεάτωμα, αποκλείεται να υποχωρήσει μόνο του. Η επέμβαση εκλογής είναι η μαστοειδεκτομή, η οποία συνδυάζεται με τυμπανοπλαστική. Η εγχείρηση έχει σκοπό την εκρίζωση της νόσου και την αποκατάσταση της ακοής. Αυτό σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει σε δύο στάδια. Η επιτυχία της επέμβασης είναι ευθέως ανάλογη με την πείρα του χειρουργού.
• Εκκριτική ωτίτιδα: αίτια - αντιμετώπιση
Η εκκριτική μέση ωτίτιδα είναι νόσος που χαρακτηρίζεται από συλλογή υγρού στο μέσο ους, χωρίς όμως την ύπαρξη συμπτωμάτων και σημείων οξείας λοίμωξης ή διάτρηση του τυμπανικού υμένα. Η εκκριτική ωτίτιδα μπορεί να ταξινομηθεί ως εξής:
- Οξεία ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μικρότερη των 3 εβδομάδων).
- Υποξεία ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μεταξύ 3 εβδομάδων και 3 μηνών).
- Χρόνια ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μεγαλύτερη των 3 μηνών).
Η εκκριτική ωτίτιδα αποτελεί μια εξαιρετικά συχνή νοσολογική κατάσταση στον παιδικό πληθυσμό, από τον 7ο μήνα της ζωής μέχρι περίπου τα 6 χρόνια. Αποτελεί μάλιστα το συχνότερο αίτιο παροδικής απώλειας της ακοής στα παιδιά. Υπολογίζεται ότι η συχνότητα της αμφοτερόπλευρης ύπαρξης υγρού στο μέσο αφτί φτάνει το 34% κατά τον 8ο μήνα της ζωής, υποχωρώντας ωστόσο περίπου στο 10% στην ηλικία των 5 ετών. Αθροιστικά η μέση διάρκεια παρουσίας υγρού στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής υπολογίζεται στους 5 μήνες (20% του χρόνου). Παρά το γεγονός όμως αυτό, μόνο το 5% των παιδιών παρουσιάζουν εμμένουσα κατάσταση. Η επίπτωση της εμφάνισης υγρού και στα δύο αφτιά στον πληθυσμό των παιδιών αυτών, κυμαίνεται από 10% περίπου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έως πάνω από 20% κατά τους χειμερινούς.
Αρκετές καταστάσεις πιστεύεται ότι προδιαθέτουν στην εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας. Η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας θεωρείται μια από τις σημαντικότερες αιτίες και μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα απόφραξης (λειτουργικής, μηχανικής ή συνδυασμού αυτών) ή ανώμαλης διαβατότητας. Λειτουργική απόφραξη παρατηρείται στα νήπια και στα μικρά παιδιά, διότι η αντοχή του υποστηρικτικού χόνδρου του αυλού της είναι μικρότερη ή και η λειτουργικότητα του τείνοντος την υπερώα μυός δεν είναι πλήρης. Η μόνιμη λειτουργική απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας θεωρείται ότι είναι το αίτιο των επανειλημμένων επεισοδίων εκκριτικής ωτίτιδας σε παιδιά με υπερωιοσχιστία (ακόμα και στη μορφή υποβλεννογονίου λυκοστόματος με δισχιδή σταφυλή).
Η μηχανική απόφραξη διακρίνεται σε ενδογενή και εξωγενή. Η ενδογενής μηχανική απόφραξη είναι συνήθως αποτέλεσμα φλεγμονής, λόγω λοίμωξης του ανωτέρου αναπνευστικού ή αλλεργίας. Η εξωγενής μηχανική απόφραξη μπορεί να οφείλεται σε όγκους του ρινοφάρυγγα ή σε αδενοειδείς εκβλαστήσεις. Ως αίτια δυσλειτουργίας της ευσταχιανής σάλπιγγας έχουν αναφερθεί επίσης συγγενείς, τραυματικές, νεοπλασματικές, μεταβολικές και απομυελινωτικές παθήσεις, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως ιδιοπαθείς. Νεότερα δεδομένα έχουν ενοχοποιήσει και μια σειρά άλλων παραγόντων για την εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας, όπως βιομεμβράνες, καταστροφή του βλεννογόνου του ανώτερου αναπνευστικού από λοιμώξεις ή περιβαλλοντικούς παράγοντες, σύνδρομο δυσκινησίας κροσσών, ανεπάρκεια του επιφανειοδραστικού παράγοντα της ευσταχιανής σάλπιγγας και ορμονικές διαταραχές. Επίσης έχουν βρεθεί γενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας και αφορούν είτε μείωση στις διαστάσεις σκελετικών παραμέτρων και μαλακών μορίων του ρινoφάρυγγα είτε εμφάνιση συγγενών ανοσοανεπαρκειών. Κοινωνικοί παράγοντες που θεωρείται ότι προδιαθέτουν στην εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας είναι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας και η παρακολούθηση παιδικού σταθμού, ενώ στους ανεξάρτητους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται επίσης η έλλειψη μητρικού θηλασμού, η χρήση θηλάστρου, το παθητικό κάπνισμα και η εποχικότητα.
Η παραμονή υγρού στην κοιλότητα του μέσου ωτός επί 3-4 μήνες αμφοτερόπλευρα ή 6 μήνες μονόπλευρα αποτελεί συνήθως ένδειξη για περαιτέρω αντιμετώπιση του παιδιού με εκκριτική ωτίτιδα. Πράγματι, η επιμονή του υγρού και στα 2 αφτιά που συνοδεύεται από ακουστική οξύτητα χειρότερη των 25-30 dB στα 0,5, 1, 2 και 4 kHz στο καλύτερο αφτί θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει αν υπάρχουν σημεία επηρεασμού της γλωσσικής ανάπτυξης ή και της σχολικής απόδοσης του παιδιού. Χρήσιμος κατά το χρόνο της επέμβασης είναι και ο έλεγχος των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Η διενέργεια αδενοτομής κατά το χρόνο της τοποθέτησης σωληνίσκων αερισμού μειώνει την πιθανότητα υποτροπής της εκκριτικής ωτίτιδας. Θεωρείται γενικά ότι στη μεγίστη πλειονότητα των παιδιών η τοποθέτηση ενός ζεύγους σωληνίσκων αερισμού είναι αρκετή. Πάντως, περίπου το 25% των παιδιών που πρέπει να χειρουργηθούν, θα χρειαστεί να λάβει περισσότερα από ένα ζεύγη σωληνίσκων.
Σε παιδιά με υπερωιοσχιστία και σύνδρομο Down, η επιμονή, αλλά και η υποτροπή της εκκριτικής ωτίτιδας είναι συχνές. Σε αυτά τα παιδιά μπορεί να επιχειρηθεί η τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού μακράς διάρκειας παραμονής (T-tubes) ή ακόμα και η προσωρινή χρήση ακουστικού βαρηκοΐας (ειδικά σε συστήματα υγείας στα οποία τα τελευταία προσφέρονται δωρεάν, όπως π.χ. το NHS).

Bιβλιογραφία
Αδαμόπουλος Γ. Ωτορινολαρυγγολογία και χειρουργική κεφαλής και τραχήλου. 2η έκδοση. 2006
Northern J, Downs M. Hearing in Children (5th Edition). Chapter 3: Otitis Media and Chapter 4: Medical Aspects of Hearing Loss. Lippincott Williams and Wilkins, Baltimore, MD. Stach, B.A. 2002.
Clinical Audiology: An Introduction. Chapter 3: The Nature of Hearing Impairment. Plural Publishing Group, Inc. San Diego, CA, 2008.
American Speech-Language-Hearing Association. Type, Degree and Configuration of Hearing Losses.http://www.asha.org/public/hearing/disorders/types.htm.
eHealthMD. Different types of Hearing Loss.http://www.ehealthmd.com/library/hearingloss/HL_types.html.
Bluestone CD, Klein JO. Otitis Media in Infants and Children. W.B. Saunders Co., Philadelphia 2001, pp. 68-73.
Midgley EJ, Dewey C, Pryce K, et al. The frequency of otitis media with effusion in British pre-school children: a guide for treatment. Clin Otolaryngol 2000; 25: 485-491.
Paradise JL, Rockette HE, Colborn K, et al. Otitis media in 2253 Pittsburg-area infants: prevalence and risk factors during the first two years of life. Pediatrics 1997; 99: 318-333.
McCormick B. (ed). Pediatric audiology 0-5 years. Whurr Publishers, London 1993, p. 79.
Vlastarakos PV, Nikolopoulos TP, Maragoudakis P, et al. Biofilms in ear, nose, and throat infections: how important are they? Laryngoscope 2007; 117: 668-673.
Τσακανίκος Μ. Εκκριτική ωτίτιδα στα παιδιά - παθογένεση. Ελληνική ακουολογία - νευροωτολογία. 2003; 13-15.
Maw AR. Development of tympanosclerosis in children with otitis media with effusion and ventilation tubes. J Laryngol Otol. 1991; 105: 614-617.
Βλασταράκος ΠΒ, Νικολόπουλος Θ, Μαραγκουδάκης Π. et al. Εκκριτική ωτίτιδα και μαθησιακές δυσκολίες κατά τη σχολική ηλικία. Ελληνική Ωτορινολαρυγγολογία - Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου, 2005.
NICE clinical guidelines. Surgical management of otitis media with effusion in children. Feb. 2008.http://www.guidance.nice.org.uk/cg60
Αδαμόπουλος Γ. Ωτορινολαρυγγολογία και χειρουργική κεφαλής και τραχήλου. Εκδόσεις Πασχαλίδη, Αθήνα, 2001.

Αιφνίδιος νευροαισθητήριος βαρηκοΐα

Η νευροαισθητήριος  βαρηκοΐα (SSNHL) θεωρείται ότι είναι αιφνίδια όταν εγκαθίσταται στιγμιαία ή εντός ωρών και υπερβαίνει τα 30 db σε 3 παρακείμενες ακοομετρικά συχνότητες. Η αιφνίδια βαρηκοΐα είναι ασυνήθης και η ανεύρεση της αιτίας της δύσκολη. Η επίπτωση της νόσου είναι 5-20 ανά 100.000 στη μονόπλευρη και ~2% στην αμφίπλευρη. Απαντά συχνότερα σε άτομα 40-54 ετών, σε άνδρες και γυναίκες εξίσου, με ελαφρά υπερίσχυση στο αριστερό αυτί. Στο 60% των περιπτώσεων η αιφνίδια βαρηκοΐα είναι ιδιοπαθής.  Σε ποσοστό 32-79%  η ακοή αποκαθιστάται αυτόματα, συνήθως εντός 2 εβδομάδων από την εγκατάστασή της. Το 36% επανέρχεται πλήρως. Στην ιδιοπαθή αιφνίδια βαρηκοΐα Δεν υπάρχει παθολογική βλάβη του μέσου ωτός.

Η  νευροαισθητήριος αιφνίδια βαρηκοΐα είναι επείγουσα ωτολογική νόσος και απαιτεί άμεση έναρξη θεραπείας. Παρότι η ακριβής αιτιολογία της SSNHL δεν είναι γνωστή, υπάρχουν διάφορες θεωρίες όσον αφορά την αιτιολογία της, με πιο δημοφιλείς αυτές της ιογενούς και της αγγειακής. Σε ορολογικές εξετάσεις έχουν ανευρεθεί ερπητοϊός, κυτταρομεγαλοϊός, ο ιός της ανεμοβλογιάς, της ινφλουένζας, της ερυθράς, της ιλαράς, της παρωτίτιδος.

Οι αλλοιώσεις που παρατηρούνται σε αποφράξεις αγγείων (θρόμβωση μικρών αγγείων) όπως  η ίνωση και η οστεοποίηση ,δεν ανευρίσκονται στην ιδιοπαθή αιφνίδια βαρηκοΐα.

Κλινική εικόνα
Η αιφνίδια εγκατάστασή της βαρηκοΐας συνήθως συνοδεύεται από εμβοές και ίλιγγο. Συχνά υπάρχει αίσθημα πληρότητας του ωτός, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη διάγνωση και  λήψη αποσυμφορητικών, αντιβιοτικών, αντιισταμινικών.

ΔιάγνωσηΗ διάγνωση της SSNHL απαιτεί πλήρη εξέταση κεφαλής- τραχήλου,  με επικέντρωση στον ακοολογικό έλεγχο, εξέταση με διαπασών, ωτοσκόπηση, τυμπανομετρία, ακοόγραμμα,  ηλεκτρονυσταγμογράφημμα,  για να διαπιστωθεί τυχόν συμμετοχή  του αιθουσαίου συστήματος και ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού  στελέχους.

Η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου με χορήγηση σκιαγραφικού  γίνεται για τον έλεγχο των γεφυροπαγκεφαλιδικών γωνιών και τον αποκλεισμό ακουστικού νευρινώματος. Η αξονική τομογραφία των κροταφικών οστών θα αναδείξει πιθανές γενετικές ανωμαλίες του έσω ωτός.

Η έρευνα της αιτιολογίας ολοκληρώνεται με εργαστηριακές εξετάσεις που αφορούν  ηλεκτρολύτες,  αυτοαντισώματα, ρευματοειδή παράγοντα , προθρομβίνη, χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, αντισώματα έναντι ιών και έλεγχο για σακχαρώδη διαβήτη, σύφιλη, θυρεοειδοπάθεια.
ΘεραπείαΠριν από οποιονδήποτε εργαστηριακό έλεγχο χορηγούνται άμεσα στεροειδή, ενδοφλέβια ή  per os, σε δόσεις 60 mgr/24h για 2 εβδομάδες. Ανάλογα με την ανταπόκριση  η χορήγησή τους μπορεί να παραταθεί.

Χορηγούνται επίσης αγγειοδιασταλτικά και φάρμακα πού αυξάνουν τον όγκο πλάσματος, καθώς και αντϊικά  φάρμακα. Τα αντϊικά πρέπει να χορηγούνται άμεσα ή σύντομα μετά την εκδήλωση της βαρηκοΐας, αλλιώς η δράση τους είναι αμφίβολη.

Τελευταία χορηγούνται  στεροειδή ενδοτυμπανικά (I.T.), εφόσον με τη συστηματική αγωγή δεν υπήρξε βελτίωση στην ακοή. Χορηγούνται σε 20 ημέρες από την έναρξη της SSNHL. Με την Ι.Τ. χορήγηση τα στεροειδή έχουν μικρή απορρόφηση συστηματικά, γεγονός πού καθιστά ελκυστική την οδό χορήγησης για ασθενείς πού αδυνατούν να λάβουν συστηματική αγωγή, όπως οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη, πεπτικό έλκος, φυματίωση, γλαύκωμα. Επιπροσθέτως, με την Ι.Τ. χορήγησή τους παρουσιάζεται μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους στο όργανο «στόχο».

ΠρόγνωσηΗ πρόγνωση εξαρτάται κυρίως από το αίτιο που προκάλεσε τη βαρηκοΐα, καθώς και από  τη μορφή της βαρηκοΐας. Σε ασθενείς πού έχουν προσβληθεί οι χαμηλές και οι μεσαίες συχνότητες σε ποσοστό 70%, η βαρηκοΐα αποκαθίσταται πλήρως
.
Αν η βαρηκοΐα είναι ίδια στις 4000 και 8000 Hz, η ακοή βελτιώνεται σε ποσοστό που αγγίζει το 75%. Αν η βαρηκοΐα αφορά τις  υψηλές συχνότητες και είναι στις 8000 Hz  μεγαλύτερη από αυτήν των 4000 Ηz.τα ποσοστά βελτίωσης είναι ~25%. Αν η ακοή έχει απωλεσθεί πλήρως, η πρόγνωση είναι δυσμενής. Επίσης, η πρόγνωση είναι καλύτερη όταν ο ασθενής αντιμετωπιστεί άμεσα, είναι νεαρής ηλικίας ,η βαρηκοΐα είναι μικρή ή έχει ανιούσα πορεία και όταν εμφανίσει βελτίωση εντός 2 εβδομάδων. Αντίθετα, είναι κακής πρόγνωσης όταν ο ασθενής δεν εμφανίσει βελτίωση σε 2 εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας, αν η βαρηκοΐα είναι μεγάλη, η ακοομετρική καμπύλη έχει κατιούσα πορεία και αν εμφανίσει ίλιγγο.
ΒιβλιογραφίαΓ.Αδαμόπουλος Ωτορινολαρυγγολογία Χειρουργική  Κεφαλής Τραχήλου.
Lawrence R.Lusting&John Carey-Clinics Intratympanics treatment of inner ear desease.   
Murtaza Kharodawala,Tomoko Makishima, Sudden Hearing Loss &Intratmpanic Steroids.
Fetterman BL.Saunders JE. Prognosis and treatment of SSNHL.

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Καθυστέρηση λόγου και ειδική αντιμετώπιση

Η καθυστέρηση της ομιλίας ανησυχεί πολύ συχνά τόσο τους γονείς όσο και τους ειδικούς. Η ανησυχία αυτή υπάρχει, διότι πολλά αναπτυξιακά προβλήματα συνοδεύουν την καθυστέρηση της ομιλίας ενός παιδιού. Είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των δυσκολιών, γιατί μπορεί να επηρεάσουν μετέπειτα την κοινωνική, μαθησιακή και συναισθηματική ζωή του παιδιού.
Πότε λέμε πως έχει καθυστέρηση λόγου;
Για να πούμε πως ένα παιδί έχει καθυστέρηση λόγου πρέπει να γνωρίζουμε τα φυσιολογικά στάδια ανάπτυξης ενός παιδιού. Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνει και να λέει ένα παιδί σε κάθε ηλικία και τι αυτό κάνει. Όταν μιλάμε για καθυστέρηση της ομιλίας, αναφερόμαστε σε παιδiιά πρώιμης ηλικίας στα οποία οι γλωσσικές δεξιότητες της ομιλίας έχουν καθυστερήσει. Ενώ το παιδί μεγαλώνει, η γλωσσική του εξέλιξη δεν συμβαδίζει πάντα με την βιολογική του ωρίμανση από άγνωστα αίτια ή συχνά αποτέλεσμα γνωστής αιτιολογίας όπως διάφορες διαταραχές. Τέλος σημαντικό είναι να ελέγχουμε αν το παιδί μας κατανοεί και αν μας μιμείται, τα στάδια αυτά προηγούνται της λεκτικής ανάπτυξης.
Επιστημονικές μελέτες συσχετίζουν τις μαθησιακές δυσκολίες με την καθυστέρηση του λόγου και τις διαταραχές λόγου. Στη συνέχεια οι μαθησιακές δυσκολίες επηρεάζουν την κοινωνική και συναισθηματική ζωή του παιδιού. Η έγκαιρη διάγνωση και η πρώιμη παρέμβαση είναι πολύ σημαντική, επίσης η καθυστέρηση λόγου είναι ένα βασικό σύμπτωμα που το συναντάμε σε πολλές άλλες σοβαρές διαταραχές της παιδικής ηλικίας.
Ποιές είναι οι προειδοποιητικές ενδείξεις για την καθυστέρηση του λόγου;
                                   Τι θα πρέπει να λέει; Πότε ανησυχούμε;
13-18 μηνών, χρησιμοποιεί πρότυπο επιτονισμό ενηλίκων και παράγει ακατανόητο λόγο
13-18 μηνών, αν το παιδί δεν λέει «μαμά - μπαμπά» αναφερόμενο στο σωστό πρόσωπο με νόημα
13-18 μηνών, έχει ένα εκφραστικό λεξιλόγιο από 3 έως 20 ή περισσότερες λέξεις (κυρίως ουσιαστικά)
13-18 μηνών, αν παίζει με μονότονο, επαναλαμβανόμενο τρόπο χωρίς να προσποιείται π.χ ότι μιλάει στο τηλέφωνο.
19 -24 μηνών, χρησιμοποιεί λεξιλόγιο 50 έως 100 ή και περισσότερες λέξεις, αρχίζει να συνδυάζει ουσιαστικά με ρήματα
19-24 μηνών, αν  το παιδί δεν φλυαρεί με λέξεις και χρησιμοποιεί μόνο το "μαμά- μπαμπά"
19-24 μηνών, είναι 25-50% κατανοητός προς τους ξένους
21-24 μηνών, δεν έχει αναπτύξει τουλάχιστον 10 λεξούλες και δεν γνωρίζει το όνομα του
2-3 ετών, ο λόγος είναι καταληπτός 70%.
2-3 ετών, όταν ο λόγος του είναι ακατάληπτος προς τους ξένους
2-3 ετών, κάνει ερωτήσεις με 1 ή 2 λέξεις και χρησιμοποιεί φράσεις με 3-4 λέξεις.
2-3 ετών, όταν δεν κάνει ερωτήσεις όπως «που μπαμπά;»

Ποια είναι τα πιθανά αίτια και οι παράγοντες για την καθυστέρηση λόγου;
Οι αιτίες μιας καθυστέρησης μπορεί να οφείλονται αφενός στο κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται το παιδί και αφετέρου σε βιογενετικούς παράγοντες. Προβλήματα στη γλωσσική εξέλιξη μπορεί να προκαλέσουν:
Κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες
Τα πρώτα γλωσσικά ερεθίσματα το παιδί τα παίρνει από το οικογενειακό περιβάλλον, όταν το περιβάλλον αυτό είναι φτωχό σε ερεθίσματα το παιδί θα πάρει πολύ λίγα γλωσσικά πρότυπα. Παραδείγματα όπως παιδιά που μεγαλώνουν με ηλικιωμένους ή αλλοδαπές νταντάδες οι οποίες δεν γνωρίζουν τη μητρική γλώσσα του παιδιού ή δεν την χρησιμοποιούν σωστά συντακτικά και έχουν ελάχιστη γλωσσική επικοινωνία, η κακή διαπαιδαγώγηση, η υπερπροστασία ή η αμέλεια συμβάλουν αρνητικά στην γλωσσική εξέλιξη του παιδιού. Ακόμα, παρατηρείται πως παιδιά με διγλωσσία ή παιδιά με συχνές ωτίτιδες στα πρώτο έτος της ηλικίας τους μπορεί να καθυστερήσουν στην ομιλία τους.
Γενετικοί παράγοντες - διαταραχές
Η καθυστέρηση της ομιλίας μπορεί να οφείλεται και να συνδέεται με διάφορες διαταραχές όπως:
§                     Νοητική υστέρηση
§                     Απώλεια ακοής
§                     Αυτισμός
§                     Εγκεφαλική παράλυση
§                     Επιλεκτική αλαλία
§                     Καθυστέρηση ωρίμανσης (αναπτυξιακή καθυστέρηση ομιλίας)
§                     Εκφραστική διαταραχή γλώσσας (αναπτυξιακή εκφραστική αφασία)
Είναι καθυστέρηση ομιλίας ή κάτι άλλο - Γιατί πρέπει να επισκεφτώ έναν ειδικό
Είναι καθυστέρηση λόγου ή η καθυστέρηση λόγου οφείλεται σε κάποια διαταραχή; Είναι πολύ σημαντικό να προσδιορίσουμε που οφείλεται η καθυστέρηση της ομιλίας. Όταν τα αίτια της καθυστέρησης οφείλονται σε κοινωνικούς – περιβαλλοντικούς παράγοντες, τότε είναι ευκολότερο να εντοπιστούν και κατ’ επέκταση να αντιμετωπιστούν. Όταν όμως, η αιτία είναι δυσδιάκριτη τότε θα πρέπει να ζητήσουμε την βοήθεια κάποιου Αναπτυξιακού Κέντρου. Με τη βοήθεια του ειδικού θα γίνει η αναπτυξιακή εκτίμηση μέσω αναπτυξιακού check up, θα εντοπιστούν τα ελλείμματα αν αυτά αφορούν μόνο την ομιλία και την επικοινωνιακή του δεξιότητα ή αν το παιδί αντιμετωπίζει καθυστέρηση στην γενικότερη ανάπτυξη και τις κινητικές του δεξιότητες. Αφού γίνει η διάγνωση - διαφοροδιάγνωση θα ακολουθήσει η εξατομικευμένη θεραπεία της λογοθεραπείας ή ολόκληρης της διεπιστημονικής ομάδας (Αναπτυξιολόγος, Εργοθεραπευτής, Λογοθεραπευτής, Ψυχολόγος).
Τι είναι η λογοθεραπεία;
Η λογοθεραπεία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την πρόληψη, την αξιολόγηση, τη διάγνωση και την θεραπεία και τη μελέτη των διαταραχών της επικοινωνίας σε παιδιά και ενήλικες.
Πως γίνεται η λογοθεραπευτική αξιολόγηση;
Κατά την αξιολόγηση καταγράφονται οι ικανότητες ενός ατόμου. Αυτό μας βοηθά να καθορίσουμε εάν υπάρχει κάποια επικοινωνιακή διαταραχή, εάν υπάρχει το είδος της διαταραχής και το μέγεθός της. Ακόμα σε μια αξιολόγηση θα συγκεντρώσουμε πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για να θέσουμε τους στόχους του θεραπευτικού προγράμματος. Η αξιολόγηση ποικίλει ανάλογα με τη διαταραχή.  Ο λογοθεραπευτής ξεκινάει την διαδικασία της αξιολόγησης με την συγκέντρωση όλων των απαραίτητων  πληροφοριών, παρατηρεί και καταγράφει συμπεριφορές καθόλη τη διάρκεια της αξιολόγησης. Αργότερα ακολουθεί η χορήγηση τεστ, αυτό μπορεί να είναι ένα επίσημο διαγνωστικό εργαλείο ή να είναι κάποια άτυπη μέτρηση. Οι τομείς που αξιολογούνται είναι η ομιλία - λόγος (κατανόηση - παραγωγή), η ροή, η φωνή (ένταση, σταθερότητα), η ακοή, η κατάποση και η μη λεκτική επικοινωνία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και σε συνδυασμό με την παρατήρηση και την συλλογή δεδομένων ο λογοθεραπευτής καθορίζει το είδος της διαταραχής και παίρνει αποφάσεις για την αποτελεσματικό πρόγραμμα παρέμβασης που θα ακολουθήσει.
Για την αποτελεσματικότερη διάγνωση και μετέπειτα την αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται η συνεργασία του λογοθεραπευτή με μία διεπιστημονική ομάδα, όπως Αναπτυξιολόγος, Ψυχολόγος, Ειδικός παιδαγωγός, Νευρολόγος, Ω.Ρ.Λ, Εργοθεραπευτής, Παιδίατρος.
Ο λογοθεραπευτής καλείται να προσφέρει τις ειδικευμένες υπηρεσίες του σε άτομα με διαταραχές όπως:
§                     Αρθρωτικές – φωνολογικές διαταραχές
§                     Διαταραχές στη ροή της ομιλίας
§                     Ειδική γλωσσική διαταραχή
§                     Καθυστέρηση λόγου και ομιλίας
§                     Διαταραχές φωνής
§                     Βαρηκοΐα
§                     Διαταραχές κατάποσης
§                     Νοητική καθυστέρηση
§                     Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές 
§                     Νευρολογικές διαταραχές
§                     Δυσαρθρίες κ.α
Πως αντιμετωπίζεται η διαταραχή μέσω της λογοθεραπείας;
Ο λογοθεραπευτής σύμφωνα με την αξιολόγηση - εκτίμηση που έχει πραγματοποιήσει, καθορίζει τους στόχους για την αντιμετώπιση του προβλήματος, θέτει μικρούς βραχυπρόθεσμους στόχους τους οποίους το άτομο, καλείται σταδιακά να κατακτήσει και τον τελικό μακροπρόθεσμο στόχο του, δηλαδή το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο θα πρέπει το άτομο να φτάσει με την ολοκλήρωση της παρέμβασης.
Άρθρο του κ. Στέλιου Μαντούδη, Αναπτυξιακού Εργοθεραπευτή
Συνεργάτης Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιστημονικά Υπεύθυνος των Αναπτυξιακών Κέντρων Mandou
Mε τη συνεργασία της κας Φωτεινής Μιχαηλίδου, Λογοθεραπεύτριας

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

When Hearing Aids Cause Itchy Ears, What Can be Done?

Question

What can you do when the patient says the hearing instrument is making their ears itch?

Answer

The ear canal has very delicate skin; even a hair may cause itching in the ear.  So no wonder itching or irritation is a common complaint from the hearing aid user who comes in for a follow up visit. Madsen, Larsen and Flink (1991) showed 39% of earmold users experienced itching as a side effect. In many cases, users become accustomed to it and the itching sensation will pass, but there are instances that can be due to other factors and need our attention. These could include such issues as poor fit or allergic reaction to otoplastic materials.

Open Fittings

The domes for open fitting are made from medical grade silicone; allergic reaction is less likely than for a custom earmold. However, some patients can be allergic to the cleaning agent used to clean the dome. Chlorohexadin, a commonly used disinfectant in the clinic, is an example of such an agent.
One of the most common causes of itching for open fitting is poor fit of the dome in the ear canal. Whether it is a thin tube or receiver-in-the-ear (RIE) style, we are dealing with non-customized fitting and limited tube/receiver lengths and dome sizes to select. It follows that the fit cannot be perfect in all cases. When patients do complain about itching/irritation with an open fitting, we need to have a look at the fit. Is the tube too short, pulling the skin of ear too tight, or is it too long, causing the hearing aid to “float” above the ear? A too short tube will cause pressure to the skin; a too loose tube may cause the hearing aid to move easily and cause irritation when the head is moved. Is the dome size right? Try to change the dome size or change to a different type of dome (open dome, tulip dome or closed dome). Is the dome insertion in the canal too deep or too shallow?  Figure 1 shows a pair of thin tubes where the length of the vertical part is about the same, but the horizontal part of the left thin tube is shorter than the right one. This means the right one will go into the ear canal a little deeper.  For RIE devices, if the audiogram falls in the fitting range of more than one power level of receivers, one receiver choice may provide a better fit than the other. For example, the two receivers shown in Figure 2, both from the same manufacturer and for the same hearing aid, have similar gain and output characteristics. However, the receivers are quite different physically and may feel quite different to the individual patient when worn. If the physical fit is good, but the patient still complains about irritation, applying a bit of lubricatant (such as Eargene or Otoease) to the dome may help. Finally, a customized earmold can also solve issues with itching, especially if the itching is caused by the dome not remaining in a stable position in the ear canal.
Figure 1: size 2B (left) vs. size 2A (right) thin tube; the horizontal part is shorter with size 2B thin tube
Figure 2: size 3 medium power receiver (left) vs. size 3 low power receiver (right). The low power receiver is thinner but slightly longer. Although there is a large overlap in the fitting ranges for each receiver, one or the other may provide a better fit for the individual.

Closed Fittings

For closed fittings with custom earmolds/shells, itching or irritation can be due to poor fit, allergy to the otoplastic materials, moisture in the ear or wax accumulation. Have a look at the ear and ask the patient which part is causing the itching. Patients can often guide us to find the irritation site. Check if there is wax accumulation in the ear canal, or any localized redness or swelling. If there is not localized redness, try using something like a cotton swab to touch the ear to find the irritation site. Also check the earmold to see if there is moisture in the sound tube. When there is perspiration in the ear canal, the moisture trapped between the earmold and ear canal will cause an itching sensation. The extra moisture also encourages the growth of bacteria and/or fungus which can exacerbate the issue beyond a subjective itching sensation.
Poor fit is also a common cause of itching. In Madsen and colleagues' (1991) research, no objective changes were observed in 38% of the itching ears; in cases where objective changes did occur, these changes were often limited. When there is visible change, the patient should try to avoid wearing the devices until the changes are completely cleared up. If there is an identifiable protrusion on the earmold/shell that seems to be the cause, an obvious solution is buff the area down. If the offending area is not obvious or it is not possible to buff out, mark the point that causes the irritation and send the earmold to the manufacture for a remake. If the new earmold/shell still causes a problem, it is time to take a new ear impression, perhaps using a different technique (open jaw vs. closed jaw).
Allergy to earmold materials is less common than fit issues but it does happen, especially for earmolds made from acrylic or epoxy resin.  Several acrylics, including polyethylene glycol dimethacrylate, 2-hydroxyethyl methacrylate, methyl methacrylate, triethyleneglycol dimethacrylate, and urethane dimethacrylate have been reported to cause contact dermatitis in the ear (Marshall, Guill & Odom, 1978; Sood & Taylor, 2004; Meding & Ringdahl, 1992). The allergic reaction is often caused by incomplete cure of the monomers. Heating the earmold by boiling it in saline will increase polymerization and reduce the amount of residual monomer, thus alleviating the problem. Having the earmold made from silicone can solve most cases of allergic reaction. Another effective option is to have the earmold gold-plated. If dermatitis does not resolve after the patient has discontinued wearing the hearing aid, referral to a dermatologist is recommended.
Moisture in the ear can be tricky. In order to get rid of the moisture, the vent needs to be large, but for more severe hearing losses, the vent needs to be small to prevent feedback. It is important for patients to schedule regular visits to get their ears cleaned if they have a history of moisture-related issues or wax. Extra wax in the ear will trap more moisture and it takes longer to dry the ear.  Hearing aids should be cleaned and put in a hearing aid dryer during the night.
Apart from the causes discussed, dry skin can cause itching for both open and closed fittings. Dry skin tends to peel or crack and is extremely sensitive to irritation; scratching will further damage the skin and make the itching worse. Alcohol should not be used to clean the ear if the skin is dry as this will also make matters worse. A few drops of olive oil may help keep the ear from getting too dry and also protect it from water. However, do not put oil in the ear if the patient wears RIE or custom aids as this may cause damage to the receiver. Commercial products like Eargene, Otoease and Miracell can also be used to soothe the skin.

Summary

Itching due to wearing hearing aids is common, but it can be treated or alleviated. Make sure the patient gets the best fit; keep both ears and hearing aids clean and dry; use lubricant or moisturizer if needed, switch to non-allergenic material if an allergic reaction occurs, and refer to an ENT or dermatologist when necessary.

References

Madesn, E.F., Larsen, J., & Flink, P.O. (1991). Itching in the external ear - a side effect of ear plugs.  Ugeskr Laeger, 153, 2125-8.
Marshall, M., Guill, A., & Odom, R.B. (1978). Hearing aid dermatitis.  Arch Dermatol, 114(7), 1050-1.
Meding, B., & Ringdahl, A. (1992). Allergic contact dermatitis from the earmolds of hearing aids. Ear Hear, 13(2), 122-4.
Sood, A., & Taylor, J.S. (2004). Allergic contact dermatitis from hearing aid materials. Dermatitis,15(1), 48-50.
original by Tao Cui, Au.D

Eustachian Tube Dysfunction Tests

When is it appropriate to perform eustachian tube dysfunction testing? How is it performed and how are the results interpreted?

Answer

There are several common abnormalities related to Eustachian Tube (ET)function. Among the most common dysfunctions are obstruction occurring as a result of an anatomic abnormality, local mucosal changes created by otitis media or allergies, patulous Eustachian tubes, or palatal myoclonus. The dysfunction can be transitory, as in the case of negative pressure caused by an upper respiratory infection or, in small children, as a result of poor veli palatini muscle - ET vectors. It also can be a chronic condition as in the case of structural changes from radiation, palatal muscle dysfunction (i.e. from a cleft palate), or from reduced mastoid air cell system. Other often overlooked causes for ET dysfunction
include radiation, stroke, and muscular dystrophy. 

The presence of ET dysfunction can be determined subjectively through a history of patient symptoms or objectively by means of direct or indirect measures. In the most basic sense, Eustachian tube function can be assessed with conventional tympanometry. If the tympanogram demonstrates>-250 daPa middle ear pressure ET function is presently abnormal. However,
this result may not indicate chronic dysfunction. However, the absence of negative pressure does not necessarily imply normal ET function. If the tympanogram is normal and if the tympanic membrane is intact, increase the pressure to +400 daPa, have the patient swallow several times or perform a Toynbee (hold nose and swallow) procedure, and redo the tympanogram. If ET function is normal you will see a negative shift in pressure. Then,
pressurize to -400 daPa swallow several times or perform a Valsalva (hold nose and blow) procedure, and redo the tympanogram. If ET function is normal you will see a positive shift in pressure. The total shift in pressure should be at least 15 - 20 daPa. It is important to note that only about 80% of adults (and a lower percentage of children) can properly
perform these procedures. If there is a tympanic membrane perforation or patent ventilating tube, introduce positive (or negative) pressure of approximately 400 daPa. If the ET opens as a direct result of the pressure (i.e. the pressure returns toward 0 daPa) the ET is most likely working properly. If pressure does not equalize, have the patient swallow several times over 20 seconds. If pressure still does not equalize, there is ET dysfunction. 

Patients reporting autophony (hearing their own breathing and echo-like vocalizations) may have a patulous ET. This may be caused by significant weight loss, chronic middle ear dysfunction or hormonal imbalance. To test, set equipment to contralateral reflex decay with a non auditory stimulus (or unplug the contralateral earphone). Instruct patient to a)
breathe quietly through the mouth, b) force breathing through the nose, and c) obstruct the nostril contralateral to the probe and force breathing. A patulous ET would produce compliance changes coinciding with inhalations and exhalations. 

ET measures may be performed prior to repair of TM perforation, surgical placement or removal of ventilating tubes, when the patient reports serious difficulty equalizing pressure, or if the patient reports symptoms suggesting a patulous ET. Remember that while these measures are not infallible, neither is visual inspection, therefore ET testing
provides a valuable and objective verification mechanism. 


original by Robert W. Sweetow, PhD, FAAA

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Φωτογραφίες






Μέθοδοι αντιμετώπισης αλλεργικής ρινίτιδας

Υπολογίζεται ότι 1 στα 5 άτομα πάσχει από αλλεργική ρινίτιδα. Πολύ συχνά όμως, η συχνότητα και η σοβαρότητά της υποεκτιμάται. Πού βασίζεται η θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας;


Η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Υπολογίζεται ότι 1 στα 5 άτομα πάσχει από αλλεργική ρινίτιδα. Πολύ συχνά όμως, η συχνότητα και σοβαρότητά της υποεκτιμάται.
Παρά το γεγονός ότι η ρινίτιδα δεν αποτελεί επικίνδυνη για τη ζωή νόσο, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, την απόδοση στην εργασία και στο σχολείο, τις κοινωνικές συναναστροφές. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη συχνότητά της, την επίδρασή της στο άσθμα καθώς και τον τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο την καθιστούν ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Ως αλλεργική ρινίτιδα ορίζεται η φλεγμονή του επιθηλίου της μύτης που συνοδεύεται από συμπτώματα όπως, καταρροή (πρόσθια ή οπίσθια), παροξυσμικούς πταρμούς (φταρνίσματα), συμφόρηση (μπούκωμα) με συνοδό κνησμό της μύτης ή του φάρυγγα. Προκαλείται από την υπερβολική αντίδραση του οργανισμού έναντι κάποιων αεροαλλεργιογόνων.
Η θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται στα εξής:

Αποφυγή αλλεργιογόνων

Συνήθως η πλήρης αποφυγή των αλλεργιογόνων είναι ανέφικτη. Την καλύτερη αποτελεσματικότητα φαίνεται να έχει η αλλεργία στα επιθήλια ζώων (γάτα, σκύλος), που φυσικά προτείνεται η απομάκρυνση του ζώου. Οι γύρεις ταξιδεύουν με τον άνεμο δεκάδες χιλιόμετρα, συνεπώς η αποφυγή τους είναι αδύνατη. Προτείνεται βέβαια σε αυτούς τους ασθενείς η αποφυγή κυκλοφορίας τις μέρες και ώρες υψηλής γυρεοφορίας, και μέτρα, όπως κλειστά παράθυρα στο σπίτι ή το αυτοκίνητο και κλιματισμός.

Φαρμακευτική θεραπεία

Πρόκειται για τη θεραπεία που έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται επιλέγονται με βάση το είδος των συμπτωμάτων του ασθενή και τη βαρύτητά τους.
Τα κυριότερα είναι :
Αντιισταμινικά
Πρόκειται για φάρμακα που χορηγούνται από το στόμα ή τοπικά (μύτη και μάτια). Είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα και αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την καταρροή, το φτέρνισμα και τη φαγούρα. Δρουν αναστέλλοντας τη δράση της ισταμίνης, η οποία είναι υπεύθυνη για τα περισσότερα από τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.
Τα από του στόματος αντιισταμινικά χωρίζονται σε 2 κατηγορίες : τα 1ης και τα 2ης γενιάς. Τα 1ης γενιάς (π.χ. υδροξυζίνη, διμενθιδένη) προκαλούν εντονότατη υπνηλία και θα πρέπει να αποφεύγονται. Τα 2ης γενιάς είναι εξαιρετικά ασφαλή φάρμακα, παρόλα αυτά δεν στερούνται πλήρως κατασταλτικής δράσης (υπνηλίας). Τα από του στόματος αντιισταμινικά μπορεί να παρουσιάσουν αλληλεπίδραση με κάποια φάρμακα, όταν μεταβολίζονται στο ήπαρ. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να λαμβάνεται για ασθενείς που έχουν επηρεασμένη νεφρική λειτουργία όταν λαμβάνουν αντιισταμινικά που αποβάλλονται από τους νεφρούς.
Τα τοπικά αντιισταμινικά (μύτη και μάτια) είναι εξίσου αποτελεσματικά με τα από του στόματος και στερούνται της βασικής τους ανεπιθύμητης ενέργειας, την υπνηλία. Έχουν ταχύτερη έναρξη δράσης (εντός 10΄) και άριστο προφίλ ασφάλειας. Δεν παρουσιάζουν αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα και είναι πολύ καλά ανεκτά (δεν προκαλούν δηλαδή δυσαρέσκεια κατά τη χρήση τους).
Σύμφωνα με όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες (συμπεριλαμβανομένου και των πρόσφατων πρώτων οδηγιών για την παιδιατρική ρινίτιδα) για τη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας, τα αντιισταμινικά (τοπικά και από του στόματος) είναι τα φάρμακα εκλογής για τη θεραπεία της ήπιας αλλά και μέτριας / σοβαρής διαλείπουσας αλλεργικής ρινίτιδας. Στις βαρύτερες μορφές ρινίτιδας λαμβάνονται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.

Ενδορινικά spray κορτιζόνης

Πρόκειται για ρινικά spray κορτιζόνης που χρησιμοποιούνται στις βαρύτερες μορφές αλλεργικής ρινίτιδας και όταν το προεξάρχον σύμπτωμα είναι το μπούκωμα. Καταπολεμούν την αλλεργική φλεγμονή, τα περισσότερα όμως χρειάζονται λίγες μέρες για να λειτουργήσουν, για αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνται εγκαίρως. Περιστασιακά κάποιοι ασθενείς αναφέρουν ήπιες επιστάξεις.

Αποσυμφορητικά

Πρόκειται για φάρμακα που ανακουφίζουν μόνο από το μπούκωμα (χωρίς να αντιμετωπίζουν κάποιο άλλο σύμπτωμα της αλλεργικής ρινίτιδας) προκαλώντας σύσπαση των αγγείων της μύτης προσωρινά. Η πολυήμερη όμως χρήση τους προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη ρινική συμφόρηση (rebound φαινόμενο) με αποτέλεσμα ο ασθενής να πέφτει σε ένα φαύλο κύκλο εξάρτησης. Τελικά δημιουργείται "φαρμακευτική ρινίτιδα".
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΕ ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ 3-5 ΗΜΕΡΕΣ. ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΦΑΡΜΑΚΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΚΗΣ ΡΙΝΙΤΙΔΑΣ.

Ανταγωνιστές λευκοτριενίων

Είναι ένα σχετικά νέο είδος φαρμάκων. Στη ρινίτιδα δε χρησιμοποιούνται συχνά ως μονοθεραπεία, αλλά σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα (π.χ.αντιισταμινικά). Προτιμάται κυρίως σε ασθενείς που έχουν και συνυπάρχον άσθμα.

Ανοσοθεραπεία

Είναι η μοναδική αιτιολογική θεραπεία.
Αλλάζει τον τρόπο που το ανοσοποιητικό μας αντιμετωπίζει το αλλεργιογόνο (ως εχθρό). Πρόκειται για ενέσιμη ή υπογλώσσια θεραπεία που συνήθως διαρκεί 3- 5 χρόνια. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά από τον πρώτο χρόνο της θεραπείας. Το σημαντικότερο είναι ότι επηρεάζει τη φυσική πορεία της νόσου, αναστέλλοντας την εξέλιξη της αλλεργικής ρινίτιδας σε βρογχικό άσθμα.


Πηγή : www.iatronet.gr

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ακοολογικός έλεγχος νεογνού με ωτοακουστικές εκπομπές

Ο έλεγχος ακοής συστήνεται για όλα τα νεογνά μετά τη γεννησή τους. Το γεγονός ότι το βρέφος ανταποκρίνεται σε ήχους δε σημαίνει ότι έχει φυσιολογική ακοή. Παρότι σχεδόν όλα τα μωρά διαθέτουν φυσιολογική ακοή, περίπου 1-4 στα 1000 γεννιούνται με κάποιου βαθμού απώλεια ακοής (πλήρη ή μερική βαρηκοϊα). Τους πρώτους μήνες της ζωής δεν είναι εύκολο να ανιχνεύσουμε την απώλεια ακοής  χωρίς τον νεογνικό ακοολογικό έλεγχο. Πολλά βρέφη με βαρηκοϊα μπορούν να ακούσουν κάποιους ήχους αλλά όχι αρκετούς για να αναπτύξουν πλήρη ικανότητα ομιλίας. Στις μισές περίπου παθολογικές περιπτώσεις, δεν έχουν κανένα παράγοντα κινδύνου, ενώ στις υπόλοιπες συνήθως υπάρχει οικογενειακό ιστορικό βαρηκοϊας, πρόωρος τοκετός, ενοδμήτριες ή περιγεννητικές λοιμώξεις ή/και δυσπλασίες προσώπου/κρανίου.
Γιατί είναι απαραίτητος;
Τα μωρά αρχίζουν να μαθαίνουν από τη στιγμή που γεννιούνται και ένας απο τους βασικούς τρόπους συλλογής πληροφοριών είναι η ακοή. Εάν υπάρχει ακοολογικό πρόβλημα το οποίο δε λάβει έγκαιρη θεραπεία και παρέμβαση, θα παρουσιαστούν σοβαρές διαταραχές στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας. Βάση μελετών, παιδιά με βαρηκοϊα που θα αντιμετωπιστούν έγκαιρα, μέχρι την ηλικία των 6 ετών, θα αναπτύσουν συνήθως ικανοποιητικές γλωσσικές και μαθησιακές δεξιότητες.
Πως γίνεται;
Γίνεται με τη μέθοδο των ωτοακουστικών εκπομπών (Otoacoustic Emissions, OAE). Με ακίνδυνο και ανώδυνο τρόπο, ενώ το μωρό κοιμάται, καταγράφονται τα ηχητικά κύματα που παράγονται στο έσω ους, με χρήση ειδικού φορητού εξοπλισμού.  Η όλη εξέταση διαρκεί περίπου 5-10 λεπτά. Σε περίπτωση καταγραφής παθολογικών ωτοακουστικών εκπομπών, ο ιατρός παραπέμπει το νεογνό για περαιτέρω καταγράφεται έλεγχο και κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Τι γίνεται εάν το παιδί μου δεν έκανε έλεγχο ακοής ως νεογνό;
Ο έλεγχος ακοής είναι σημαντικός ακόμη κι αν το παιδί δεν είναι πια νεογνό και μπορεί να γίνει σε κάθε ηλικία. Είναι, δε, απαραίτητος  στις περιπτώσεις που έχετε αμφιβολίες για την ανάπτυξη του λόγου ή/και της ακοής του παιδιού σας